- συνήθεια
- συνήθεια, ἡ,A habitual intercourse, acquaintance, intimacy, αἱ πρὸς ἀλλήλους ς. Isoc.1.1;
διατριβαὶ καὶ -θειαι μετά τινων Aeschin.2.23
; ἡ τῶν φίλων ς. ib.152;σ. καὶ φιλία Arist.GA753a12
; ἡ πολιτικὴ ς. Id.EN1181a11;τὰς τῶν φαύλων σ. ὀλίγος χρόνος διέλυσε Isoc.1.1
;ὅπως ἂν αἱ σ. διαζευχθῶσιν Arist.Pol.1319b26
; καὶ αὐτῷ δέ μοί εἰσι ς. PCair.Zen.42.2 (iii B.C.);ὢν ἡμῖν ἐν συνηθείᾳ PMich.Zen.82.3
(iii B.C.).b sexual intercourse, X.Cyr.6.1.31 (v.l.);σ. ἔχειν μετὰ γυναικός Plu.2.310e
;πρὸς γυναῖκα Vett.Val.288.23
.2 of animals, herding together, Arist.HA575b19; νέμεσθαι κατὰ συνηθείας in herds, ib.611a7, cf. Ael.NA2.31; so of soldiers, κατὰ συνηθείας in messes, Plb.35.4.14.II habit, custom, h.Merc.485 (pl.), Hp.VM3, Pl.R. 516a, etc.; pl., φαῦλαι ς. bad habits, Epicur.Sent.Vat.46;κατὰ συνήθειαν τοῦ προτέρου βίου Pl.R.620a
; ἐν τοῖς ἤθεσι τοῖς τῆς ἑαυτοῦ συνηθείας in his own accustomed haunts, Id.Lg.865e; ἡ σ. τοῦ ἔργου habituation to it, X.Cyn.12.4;λήθην ἢ συνήθειαν τῶν ἀδικημάτων D. 19.3
, cf. 60.27;πολλῆς . . σ. ἡ ῥητορική Epicur.Fr.46
; τῇ σ. τοῦ εἰδώλου by being used to it, 1 Ep.Cor.8.7; practice, Plb.1.42.7, cf.Pl. Lg.656d: with Preps.,διὰ συνήθειαν Id.Sph.248b
; διὰ τὴν ς. Arist. HA494b21;ἐκ συνηθείας OGI629.12
,79 (Palmyra, ii A.D.); κατὰ ς. Pl.R.l.c.;παρὰ συνήθειαν Id.Lg.655e
;ἠναγκάσμεθα ὑπὸ συνηθείας Id.Tht.157b
; σ. ἔχειν τῇ πολιτείᾳ to be used to it, practised in it, Plb.39.5.2;σ. κτᾶσθαι πρὸς τὰ κοινά Plu.2.791a
.2 the customary usage of language,ἐκ σ. ῥημάτων καὶ ὀνομάτων Pl.Tht.168b
, cf. Chrysipp.Stoic.3.33; εἰς συνήθειαν ἐποίησε τοῦ λόγου τούτου τὴν πόλιν καταστῆναι brought the city to habitual use of this phrase, Aeschin. 1.165; ἡ σ. τῶν Ἑλλήνων, αἱ κατὰ τὰς διαλέκτους ς., Phld.Rh.1.59 S., Gal.18(2).237, Phld.Po.5.2; ἐν τῇ τεχνικῇ καὶ μὴ εἰκαίᾳ ς. Diocl. Magn.Stoic.3.214: abs., ordinary language, ἐν τῇ ς. Plu.2.22f, cf.ib.c, 1113a; κατὰ τὴν ς. A.D.Synt.323.22, cf. Demetr.Eloc.69, al., D.H. Amm.2.11, Herod.Med. in Rh.Mus.49.549.III customary gratuity, Sammelb.7336.13 (iii A.D.), 7369.25 (vi A.D.), PLond.1.113 (3).11, 3.1036.8 (both vi A.D.): pl., perquisites, Cod.Just.3.2.4, Just. Nov.134.1, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.